ἄαπτος

ἄαπτος
ἄαπτος, ον, ([etym.] ἅπτομαι)
A not to be touched, resistless, invincible,

χεῖρες Hom.

(mostly in Il., as 1.567), Hes.Op.148;

κῆτος ἄ. Opp.H.5.629

. (Ar.Byz. read ἄεπτος (q. v.) in Hom.; cf. ἀπτοεπής.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • ἄαπτος — not to be touched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄαπτον — ἄαπτος not to be touched masc/fem acc sg ἄαπτος not to be touched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάπτους — ἄαπτος not to be touched masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄαπτοι — ἄαπτος not to be touched masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άεπτος — ἄεπτος, ον (Α) [ἔπομαι] (αντί άαπτος*) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ακολουθήσει, να τόν αντιμετωπίσει, ακαταμάχητος, άγριος, θηριώδης η λ. απαντά επίσης και ως δ. γρφ. αντί τού άελπτος* στον Αισχύλο (Ικέτιδες 908. Αγαμέμνων 141) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”