άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… … Dictionary of Greek
ἄαπτος — not to be touched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄαπτον — ἄαπτος not to be touched masc/fem acc sg ἄαπτος not to be touched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀάπτους — ἄαπτος not to be touched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄαπτοι — ἄαπτος not to be touched masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άεπτος — ἄεπτος, ον (Α) [ἔπομαι] (αντί άαπτος*) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ακολουθήσει, να τόν αντιμετωπίσει, ακαταμάχητος, άγριος, θηριώδης η λ. απαντά επίσης και ως δ. γρφ. αντί τού άελπτος* στον Αισχύλο (Ικέτιδες 908. Αγαμέμνων 141) … Dictionary of Greek